- χερσότοπος
- lande
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χερσότοπος — ο, Ν χέρσος, ακαλλιέργητος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + τόπος (πρβλ. βοσκό τοπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek
χερσότοπος — ο ακαλλιέργητος τόπος, τόπος χέρσος: Τα περισσότερα χωράφια της επαρχίας αυτής έχουν γίνει χερσότοποι, γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι να τα καλλιεργήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
χερσοτόπι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαφιοχωρίου. * * * το, Ν ο χερσότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + τόπος (πρβλ. βοσκο τόπι)] … Dictionary of Greek
Πάρι νησιά — (Parry Islands). Ομάδα νησιών στο καναδικό αρχιπέλαγος του Αρκτικού ωκεανού, μεταξύ των στενών Μπάροου, του διαύλου Βισκάουντ Μέλβιλ και των στενών Μακ Κλιουρ στα Ν και της Θάλασσας Πρινς Γκούσταβ Άντολφ, των στενών Μακλήν, των στενών Πένι, του… … Dictionary of Greek
χερσοτόπι — το βλ. χερσότοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)